Δημήτρης Ποτηρόπουλος
Αρχιτέκτονας, Επικεφαλής της Potiropoulos+Partners
Είναι υποχρέωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να επαναπροσδιορίσει την σχέση της με τον άνθρωπο, τον πολιτισμό του, και την φύση.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί τουριστικοί προορισμοί σε όλο τον κόσμο αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και θέτουν περιορισμούς που αποσκοπούν στον έλεγχο των ζητημάτων και των παράπλευρων απωλειών του υπερτουρισμού, ενθαρρύνοντας τους εμπλεκόμενους να αναλάβουν την ευθύνη να καταστήσουν τον τουρισμό βιώσιμο.
Ο υπεύθυνος τουρισμός είναι πολυδιάστατος, χαρακτηρίζεται από μορφές τουρισμού που ελαχιστοποιούν τις αρνητικές οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ενώ συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του κάθε τόπου, και της παγκόσμιας ποικιλομορφίας.
Μετά από αρκετά χρόνια ύφεσης λόγω πανδημίας, είναι αλήθεια ότι ο ταξιδιωτικός τομέας γνωρίζει στην Ελλάδα μεγάλη άνθιση, που μπορεί να είναι θετική για τις τοπικές οικονομίες, και σε εθνικό επίπεδο, αλλά έχει επίσης και σημαντικά μειονεκτήματα, όπως: Επιβάρυνση των δημόσιων πόρων, χαμηλότερη ποιότητα ζωής για τους ντόπιους, μειωμένη εμπειρία των επισκεπτών, για να αναφέρω μόνο μερικά από αυτά. Μια τελευταία έκδοση της «No List» επικεντρώνεται σε τρεις κύριους τομείς –τον υπερτουρισμό, την ρύπανση και την ποιότητα και επάρκεια των υδάτων– οι οποίοι δεν βλάπτουν μόνο τους ίδιους τους προορισμούς, αλλά και τις τοπικές κοινωνίες. Στη δεύτερη θέση της λίστας βρίσκεται η Αθήνα, με την Βενετία να κατέχει την πρώτη μετά την ζημιά που προκλήθηκε στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας από τα κρουαζιερόπλοια.
Στην ενότητα που αφιέρωσε στην Αθήνα, η Fodor’s αναφέρει ότι ο υπερβολικός τουρισμός και η έλλειψη στρατηγικής διαχείρισής του προκαλούν προβλήματα στην Ακρόπολη αλλά και στις γύρω περιοχές, υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα των κατοίκων της πρωτεύουσας. Κρούοντας των κώδωνα του κινδύνου, οι συντάκτες του άρθρου τόνισαν ότι εάν το κύμα των επισκεπτών συνεχιστεί ανεξέλεγκτα, οι αθηναϊκές συνοικίες θα διαβρωθούν πολιτιστικά, ενώ η Εθνική Επιτροπή του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων αναφέρει ότι στην Ακρόπολη οι υπερβολικές επισκέψεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν μη αναστρέψιμες φθορές. Η Αθήνα δεν είναι ο μόνος προορισμός στην Ελλάδα που επιβαρύνεται από το πρόβλημα του μαζικού, μη ελεγχόμενου τουρισμού. Στην Κρήτη, στα Μάλια, ο μαζικός τουρισμός έχει επιφέρει αλλαγές στο τοπίο, το ίδιο συμβαίνει και στον Κάβο της Κέρκυρας. Στο Πήλιο καταγράφεται εκτίναξη των αφίξεων, στα χωριά της Αρκαδίας επίσης, αλλά και στα νησιά. Κανείς δεν γνωρίζει πως θα είναι αυτά τα μέρη σε μερικά χρόνια, χωρίς τον κατάλληλο σχεδιασμό για μια βιώσιμη διαχείριση των τουριστικών ροών. Η λύση για μας είναι ακριβώς αυτή, να στρέψουμε το μοντέλο μας σε μια υπεύθυνη, δηλαδή επί της ουσίας βιώσιμη μορφή τουρισμού.
Να προσθέσω, εστιάζοντας στο πρόβλημα της κλιματικής κρίσης, ότι σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου του Potsdam για την Έρευνα του Κλιματικού Αντίκτυπου (PIK), πλέον εισερχόμαστε σε μία νέα, επικίνδυνη εποχή. Όπως δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της Boris Sakschewski, «όταν εξετάζουμε τις τάσεις των δεικτών υγείας της γης βλέπουμε ότι σύντομα η πλειονότητά τους θα βρίσκεται στη ζώνη υψηλού κινδύνου». Στην έκθεση σημειώνεται ότι το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα 15 εκατομμυρίων ετών και η παγκόσμια ακτινοβολία συνεχίζει να αυξάνεται, με μία επίμονη τάση θέρμανσης που έχει επιταχυνθεί από τα τέλη του 20ού αιώνα. Οι παγκόσμιες μέσες θερμοκρασίες είναι τώρα υψηλότερες από τότε που εμφανίστηκε στη γη ο ανθρώπινος πολιτισμός.
Πως όμως φτάσαμε μέχρι εδώ, και τι προηγήθηκε πριν και πίσω από το δομημένο αποτέλεσμα που βλέπουμε γύρω μας; Μία πρόχειρη έρευνα στο ίντερνετ μας πείθει ότι η αρχιτεκτονική, «εξορισμένη» επί χρόνια στον μικρόκοσμο και τα ενδιαφέροντα μιας ψαγμένης ελίτ, πλέον συγκεντρώνει το βλέμμα όλο και περισσότερων «κοινών θνητών». Άραγε σε ποια προγενέστερη περίοδο η αρχιτεκτονική «δοξάστηκε» τόσο όσο τις τελευταίες δεκαετίες. Όμως, ας δούμε καταρχήν το πριν: Ο Adolfo Natalini, του ρηξικέλευθου αρχιτεκτονικού γραφείου Superstudio, θα αφήσει με την ομάδα του ανεξίτηλα τα ίχνη τους την δεκαετία του 1960, πριν ακόμη από την κοινωνική και πολιτισμική ανάφλεξη του ‘68, με κορύφωση και διεθνή καταξίωση στην περίφημη έκθεση το 1972 στο ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης. Είναι η εποχή της εκρηκτικής συμμετοχής του Superstudio στη διεθνή ανταλλαγή των πρωτοποριακών κινημάτων στην αρχιτεκτονική, και της επιρροής στους μεταγενέστερους διάσημους starchitects.
H αρχιτεκτονική, «εξορισμένη» επί χρόνια στον μικρόκοσμο και τα ενδιαφέροντα μιας ψαγμένης ελίτ, πλέον συγκεντρώνει το βλέμμα όλο και περισσότερων «κοινών θνητών»
Αργότερα, ο Natalini, πνεύμα ζωντανό, δηκτικό, προκλητικό, και ταυτόχρονα απομυθοποιητικό, γεμάτο ανησυχίες και ευαισθησία, αρχίζει σταδιακά να προσλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο -σχεδόν ταυτόχρονα με την εμπειρία των πρωτοποριών των 60s- μία άλλη λαϊκότητα, εκείνη της ανώνυμης και μακραίωνης παράδοσης που βίωσε στους τόπους που έζησε και εργάστηκε. Ο Natalini αναγγέλλει το 1978 το τέλος του Superstudio και εγκαινιάζει μία νέα φάση, αυτού του μεταμοντέρνου προβληματισμού. Τα σχέδιά του αυτής της περιόδου εμφορούνται από την αναζήτηση χωρικών και εκφραστικών ποιοτήτων που να ικανοποιούν το αίτημα της αυθεντικότητας, της μνήμης και της διάρκειας. Είναι η περίοδος των Giorgio Grassi, Aldo Rossi, Alessandro Mendini, Franco Purini, Massimo Scolari, και άλλων, η εποχή δηλαδή μιας σπουδαίας ιταλικής συμβολής στην κουλτούρα του μεταμοντερνισμού, με τα εργαλεία ενός ραφινάτου ντιζάιν που δεν είναι χυδαίο ή προκλητικό, το αντίθετο, ενώ αναδεικνύει την σημασία της λόγιας ιστορικής παράδοσης, της οποίας οι Ιταλοί είναι ερμηνευτές και φορείς.
Σε ένα αποκαλυπτικό κείμενό του ο Natalini έγραφε: «Ξέρω καλά ότι αυτή η άρνηση του σύγχρονου πειραματισμού μου στερεί την «επιτυχία» και τη «διασημότητα» αλλά σκέφτομαι ότι υπάρχουν αξίες ανώτερες από εκείνες που υπόσχεται το «νέο». Είναι οι αξίες μιας αρχιτεκτονικής ήρεμης και στερεής, ικανής να μας δίνει σιγουριά και να μας προστατεύει από τις «επιθέσεις» των εποχών και των τάσεων. Η αρχιτεκτονική που σχεδίασα και κατασκεύασα τα δέκα τελευταία χρόνια είναι μια αρχιτεκτονική της αντίστασης. Η μόνη πρωτοποριακή θέση που αποδέχομαι είναι η επίκληση της μοναδικότητας των τόπων, των αναγκών και των επιθυμιών, των ελπίδων και της μνήμης των ανθρώπων. Όχι η αναζήτηση μίας ανώφελης πρωτοτυπίας, αλλά μίας αναγκαίας επιστροφής στην αυθεντικότητα». Παράλληλα με την πορεία του φωτισμένου, λόγιου αυτού αρχιτέκτονα παρακολουθούμε την «απογείωση» των starchitects. Καθιερώνεται σταδιακά, γενικότερα στο ντιζάιν, μία «επιθετική» κουλτούρα, σε ένα βαθμό παγιωμένη από το «σύστημα» των συντετμημένων χρόνων της μόδας, των media, της κενής αισθητικής, των προσωποποιήσεων και των ανώφελων πειραματισμών. Χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε την εμπνευσμένη δουλειά ορισμένων μεγάλων «ονομάτων» που ακούσια συμπεριλήφθηκαν στους starchitects, είναι γεγονός ότι το αποτέλεσμα αυτής της αμφισβήτησης για την αμφισβήτηση -με γνώμονα κάθε τι το «πρωτοειδωμένο» χωρίς έρεισμα και ουσία- επικρατεί, διαχέεται παντού σε πλανητικό επίπεδο, φθάνοντας και στην χώρα μας μόλις τα τελευταία χρόνια.
Να πούμε εδώ το εξής: Η 18η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, του 2023, με τίτλο «Το Εργαστήριο του Μέλλοντος» και επιμελήτρια την Lesley Lokko, εστίασε στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα έστρεψε την προσοχή της στην Αφρική και στην αφρικανική διασπορά. «Η Αφρική συμβαίνει σε όλους μας. Επομένως, η Αφρική είναι το εργαστήριο του μέλλοντος», είχε δηλώσει η Lokko στην εισαγωγική της ομιλία. «Είμαστε η νεότερη ήπειρος του κόσμου, με μέσο όρο ηλικίας κατά το ήμισυ αυτού της Ευρώπης και της Αμερικής, και μία δεκαετία μικρότερη από την Ασία. Και η ταχύτερα αστικοποιούμενη ήπειρος παγκόσμια, με ρυθμό ανάπτυξης σχεδόν 4% ετησίως». Αυτή η ταχεία και σε μεγάλο βαθμό απρογραμμάτιστη ανάπτυξη λειτουργεί εις βάρος του περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων, τα οποία μας φέρνουν αντιμέτωπους με την κλιματική αλλαγή τόσο σε περιφερειακό όσο και σε πλανητικό επίπεδο. Ο υπερτουρισμός και η ανεξέλεγκτη αστικοποίηση αφορούν στο ίδιο πρόβλημα.
Η διατύπωση προτάσεων που θα σέβονται με έναν ολιστικό τρόπο το περιβάλλον και την κοινωνία συνιστά πλέον κυρίαρχο αίτημα, το οποίο στηρίζεται στην πεποίθηση ότι οι νέες µορφές χωρικής οργάνωσης και τεχνικής οφείλουν να είναι προϊόντα διεπιστηµονικής σκέψης, και μίας νέας λογικής πολιτικής διαβούλευσης. Στο πλαίσιο αυτό η σύγχρονη χωρική ποιότητα και εμπειρία θα πρέπει να συνδεθεί µε την επανεφεύρεση μίας νέας αφήγησης γύρω από το ζήτημα της βιωσιμότητας, μέσω της ανατροπής καθιερωμένων πρακτικών που οδήγησαν στην σημερινή περιβαλλοντική κρίση. Το ίδιο το περιβάλλον πλέον συστήνει ένα συμβάν προς αναγνώριση και επανανοηµατοδότηση.
Η διατύπωση προτάσεων που θα σέβονται με έναν ολιστικό τρόπο το περιβάλλον και την κοινωνία συνιστά πλέον κυρίαρχο αίτημα, το οποίο στηρίζεται στην πεποίθηση ότι οι νέες µορφές χωρικής οργάνωσης και τεχνικής οφείλουν να είναι προϊόντα διεπιστηµονικής σκέψης
Η διαμορφούμενη ιδέα για τον αρχιτεκτονικό χώρο δεν μπορεί να είναι ουδέτερη ως προς τις σύγχρονες απαιτήσεις κατοίκησης, μετακίνησης, και επικοινωνίας με γνώμονα τις επιταγές της αειφορίας. Οι οποίες, συνθέτουν γνώση από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τις κοινωνικές επιστήμες, τα οικονομικά, τις πολιτικές και διοικητικές επιστήμες, και τους τεχνολογικούς κλάδους, βασιζόμενη στην υπόθεση της επιρροής που έχουν στο βιώσιμο σχεδιασμό τα πέντε βασικά στοιχεία: φύση, άνθρωπος, κοινωνία, κτίρια, δίκτυα. Αναδεικνύεται με τον τρόπο αυτό η ανάγκη αλλαγής των κανόνων της αρχιτεκτονικής, αλλά και διεύρυνσης του χώρου της. Να σημειώσουμε ότι αποτελεί θετική εξέλιξη το γεγονός ότι άλλες μορφές τέχνης διαρρηγνύουν το σκληρό περίβλημα της αρχιτεκτονικής, όπως η λογοτεχνία, η ποίηση, η περφόρμανς, και η μουσική. Είναι υποχρέωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να επαναπροσδιορίσει την σχέση της με τον άνθρωπο, τον πολιτισμό του, και την φύση, να εξετάσει πάλι τα «ουσιώδη» μέσα από τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν -ή θα έπρεπε να συγκροτούν- τα κτίρια και τις πόλεις, προκειμένου να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό του ίδιου του πυρήνα της σκέψης της.